περιηγητής

περιηγητής
Αυτός που ταξιδεύει με σκοπό την ψυχαγωγία ή τη μόρφωση. Η τάση για περιήγηση χρονολογείται από την αρχαιότητα και κυρίως από τότε που τα ταξίδια έπαυσαν να είναι πολύ επικίνδυνα. Τον 6o αι. π.Χ. αναφέρονται πολλά ονόματα ελλήνων περιηγητών, που ταξίδεψαν σε διάφορες χώρες, ο καθένας για δικούς του λόγους. Ο Σόλων πήγε στην Αίγυπτο, τη Μ. Ασία και αλλού. Το ίδιο και ο Εκαταίος ο Μιλήσιος. Ο Ηρόδοτος ταξίδεψε σ’ όλες τις χώρες σχεδόν της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου, την Ιταλία τα παράλια του Εύξεινου Πόντου κ.α. Στη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου εμφανίζονται π. που επιπλέον περιγράφουν τις εντυπώσεις τους στα συγγράμματά τους. Τέτοιοι είναι ο Δημοχάρης, ο Δίυλλος κ.ά. Συστηματικότερα περιηγητικά έργα με ιστορικό και γεωγραφικό περιεχόμενο ανήκουν στον περιηγητή Πολέμωνα από την Τρωάδα (2ος αι. π.Χ.). Σπουδαίος π. και γεωγράφος ήταν ο Στράβωνας (65 π.Χ. -23 περίπου μ.Χ.). Στο έργο του με τον τίτλο Γεωγραφικά βρίσκονται πολλές χρήσιμες πληροφορίες ιστορικού, γεωγραφικού κλπ. περιεχομένου. Η ίδρυση του οικουμενικού κράτους της Ρώμης και η Pax Romana έκαναν τα ταξίδια ασφαλέστερα. Διασημότερος π. την εποχή των Αντωνίνων (2ος αι. μ.Χ.) ήταν ο Παυσανίας από τη Μαγνησία της Μ. Ασίας. Το έργο του Ελλάδος περιήγησις, είναι πολύτιμη πηγή πληροφοριών για την τοπογραφία της αρχαίας Ελλάδας, τη λατρεία, τους μύθους την τέχνη, τις παραδόσεις των Ελλήνων κλπ. Στους αιώνες που ακολούθησαν εμφανίστηκαν πολλοί σπουδαίοι π. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Μάρκο Πόλο πως περιηγήθηκε την Άπω Ανατολή (1254-1269). Στην Ελλάδα π. εμφανίστηκαν κυρίως από το 17o αι. και μετά. Ανάμεσά τους διπλωμάτες, ποιητές, καλλιτέχνες, ερευνητές αλλά και πολλοί αρχαιοκάπηλοι. Οι κυριότεροι από αυτούς ήταν ο Πουκεβίλ, ο Σπον, ο Γουίλερ, ο Τουρνεφόρ, ο Σουαζέλ-Γκουφιέ και ο Γκίι. Ο Γερμανός περιηγητής Καρλ Πέτερς συναντά τον Αιγύπτιο διοικητή αφρικανικής περιοχής Εμϊν Πασά. Χαλκογραφία από έκδοση ταξιδιωτικών εντυπώσεων του.
* * *
ο, ΝΑ, και θηλ. περιηγήτρια Ν [περιηγούμαι]
νεοελλ.
αυτός που ταξιδεύει σε διάφορα μέρη για να επισκεφθεί τα αξιοθέατα και να γνωρίσει τον τρόπο ζωής τών κατοίκων τους, ο τουρίστας
αρχ.
1. αυτός που οδηγεί τους ξένους στα διάφορα σημεία ενός χώρου ή ενός τόπου και τους δείχνει τα αξιοθέατα, ο ξεναγός
2. συγγραφέας γεωγραφικής περιγραφής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περιηγητής — one who guides strangers masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιηγητής — ο θηλ. τρια ο επισκέπτης, αυτός που ταξιδεύει σε διάφορους τόπους: Πολλοί περιηγητές προσπαθούν να μελετήσουν τα ήθη και έθιμα των ντόπιων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιηγηταί — περιηγητής one who guides strangers masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιηγητοῦ — περιηγητής one who guides strangers masc gen sg περιηγητός with a border round it masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιηγητῇ — περιηγητής one who guides strangers masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιηγητήν — περιηγητής one who guides strangers masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιηγητῶν — περιηγητής one who guides strangers masc gen pl περιηγητός with a border round it masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Μεσσήνης — Το μικρό αυτό μουσείο, που στεγάζει μέρος των ευρημάτων της αρχαίας Μεσσήνης, χτίστηκε μεταξύ του 1968 και του 1972 στο χωριό Μαυρομμάτι, που βρίσκεται πολύ κοντά στον αρχαιολογικό χώρο. Στο αρχικό λιτό κτίριο έγιναν εκτεταμένες επισκευές κατά τη …   Dictionary of Greek

  • Πέλλας, νομός — Διοικητική διαίρεση της περιφέρειας Kεντρικής Μακεδονίας, στο βορειοδυτικό τμήμα της, που συνορεύει στα Β με τα Σκόπια, στα Α με τους νoμούς Κιλκίς και Θεσσαλονίκης, στα Ν με τους νομούς Ημαθίας και Κοζάνης και στα Δ με τον νομό Φλώρινας. Έχει… …   Dictionary of Greek

  • τσακωνική διάλεκτος — Η διάλεκτος των σημερινών Τ. είναι ιδιόρρυθμη, με πολλά αρχαϊκά στοιχεία. Είναι η μόνη από τις νεοελληνικές διαλέκτους η οποία δεν προέρχεται από την αττική, όπως όλες οι άλλες, αλλά απευθείας από τη λακωνική, της οποίας αποτελεί συνεχή και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”